ΑΦΗ

.












.







 





διαφορα ονειρα σ εκαναν να αισθανθεις
πως δεν εισαι μονος
κι εκεινη η αισθηση της αφης ηταν η πιο απατηλη σου
φλογα
οτι ειναι χειροπιαστο υπαρχει
κι οτι τα χερια σου δεν ψηλαφιζουν ειν ανυπαρκτο
ετσι λοιπον νομισες
για να πατας σε μια στερια
κι ευθυς ενευσες στης αναπνοης τον ρυθμο
συγκαταβατικα
διχως πολλα πολλα
οταν ο παλμος απ τα πλεμονια σταματουσε
σιωπηλη που ηταν η ομορφια
ιστιο απανεμο στ ονειροχωρι
και μετα φουσκωνες οξυγονο
κελαρυστο και διαμαντενιο
ζωσμενος ολογυρα φτερα
μηχανικους αγγελους
ζοφερες περισπωμενες
λιβαδια ηδονικης μοιρολατριας

τα φθαρμενα σου υλικα αναταραχτηκαν
μισεψαν
λακισαν
λευτερωθηκαν
ανημερα παιδικου πασχα
ανημερα φρεσκου λαμπερου χιονιου
τελος εντιμο εγυρεψαν
μα πριν επρεπε να δουν
την εικονα ολη
την εικονα ολη
την εικονα ολη
που δεν αγγιξαν-ουτε θα-
τα χερια που ξεραθηκαν φυτεμενα στον ουρανο
κι εκλεισες τα ματια με σθενος
ιλαρα ανεπνευσες
ξανα συλλαβισες περισπωμενες
μηπως και μεινουν ανεγγιχτες οι ευθειες σιωπες
οι αδηλωτες διαδρομες στα ξεφωτα των ονειρων
των μαυροασπρων ονειρων
των φυτεμενων στην μεμβρανη
κυτταρων της αφης
-των ονειρων εννοεις των εφαπτομενων
των συναφων δυναμεων
των συναπτομενων νευρωνων
του κυκλοφοριακου δεντρου-

των ατυχων λεξεων που θελουν να περιγραψουν
να βαλουν περιγραμμα
στην εικονα που αδυνατεις να δεις
οι λεξεις
η μεμβρανη του μυστηριου
που ακουμπας σ εκεινα τα μαυροασπρα ονειρα
οταν ο πνευμονας
οξυγονωνει
το δεντρο
που απλωνεται εντος

.

.


.


.


.

.


.


.