ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ




.






.

Ένας πρίγκιπας ξεκουράζεται σ’ έρημη ακτή.
Ένας πρίγκιπας βλέπει τον εαυτό του να ξεκουράζεται σε μιαν έρημη ακτή.
Κάπου εκεί ο κόσμος του τελειώνει.
Το όνειρό του είναι να ξεκουράζεται σε μιαν έρημη ακτή.
Ο ουρανός του συστρέφεται στο ξέπνοο αναφιλητό της σκιάς.
Σηκώνεται. Θέλει να πετάξει.
Πηδάει από ψηλά στη μήτρα που ονειρεύτηκε. Λυγίζει.
Σκορπάει λέξεις ανάμεσα σε γαλάζιες πέτρες.
Φωτίζει τη μέρα του με χτεσινό φως.

Γυρίζει το βλέμμα του αλλού. Βλέπει τη μορφή του να ξεμακραίνει,
θολή στο άγγιγμα βροχής,
που γίνεται καφέ στο ακροκέραμο του πατρικού σπιτιού.
Ονειρεύεται το ρόδο που γίνεται φωτιά
και χωρίζει τη σάρκα του σε θροϊζουσες ίνες αγάπης.

Ακροπατεί νυχτιάτικα σε μαυροχυμένους όγκους,
ερείπια στέκονται μπρος του, οι μέρες μέσα του:
άλλοτε ανθοστόλιστες κρήνες κι άλλοτε ζουμερές πληγές
και κραυγές και μνήματα αμνήμονων,
που τάχα γεύτηκαν το χαμό και τον ξεριζωμό και τα κεφάλια αγαλμάτων,
που μάτωσαν μετά από χρόνια θλίψης κλεισμένα σε σιωπές,
σε μοναστηριακές σιωπές,
εκεί στην άκρη του γκρεμού όλων των θλίψεων
και όλων των απατηλών μορφών της μοίρας,
που ξεκουράζονται σε οροπέδια κίτρινα, καμωμένα από δάκρυα ξεχασμένων θεών.

Κι εκεί ο πρίγκιπας ξεστομίζει την ιερή λέξη: Σ’ αγαπώ.
Κι εκεί ο πρίγκιπας βλέπει τον εαυτό του να δειλιάζει
και να κρύβεται στις στοές του βαμβακιού,
στις συννεφένιες στοές που του ύφαινε η μητέρα του
όσο ακόμη το κορμί της ήταν αληθινό.
Κι εκεί ο πρίγκιπας βουλιάζει σε μελαγχολικά απογεύματα διαλέγοντας να πετάξει,
να ρέει αρειμάνιος, όχι πλέον στα πλακόστρωτα των πόλεων,
μα στους βυθούς της λίμνης που δεν έγινε θάλασσα, αλλά είναι κιόλας ουρανός
που γεννοβολάει καινούριους, άγριους μύθους.

Κι ο πρίγκιπας καθισμένος στην έρημη ακτή νιώθει πως τελειώνει
και χαίρεται γι’ αυτό, γιατί ποτέ δε του άρεσαν οι οξείες γωνίες,
ποτέ δεν ένιωσε αλμυρός, ποτέ δεν έπλασε πεταλούδες με τα δάχτυλα του
και βογκά σαν σφαγμένος αμνός
με το αίμα του να πήζει στο ρωγμώδες πρόσωπο της γης.

Σ’ αγαπώ, λέει ο πρίγκιπας καθώς σβήνει
και φτύνει πίσω τη σκόνη που στάλαξε εντός του η κάθε μέρα,
το κάθε όνειρο, το ένα του σιωπηλό φως.
Σ’ αγαπώ, λέει και πενθεί το Άγιο Πάσχα του Σταυρωμένου Διόνυσου.

Ψυχική μαρμαρυγή και θρύψαλα και θρύψαλα που συλλαβίζουν τη λέξη ελπίδα,
τη λέξη αλλοίμονο, τη λέξη που ποτέ δεν ήβρε
κι όμως καρφωμένη μέσα του τον κρατάει μισοζώντανο ακόμα στην έρημη ακτή,
ούτε ναυαγό, ούτε πένητα, ούτε ορφανό
με τη σπασμένη του καρδιά ν’ αρπίζει νότες αγίνωτες,
λίγο πριν η σιωπή να γίνει λευκή από γαλάζια.
Σ’ αγαπώ, λέει ο πρίγκιπας, που κοιτάει τον εαυτό του
να ξεκουράζεται στη μυστική, έρημη ακτή.

Σαν αρλεκίνος σε σταγόνα, σε δευτερόλεπτο,
σε δεντρί που παραδέρνει στα ριζά βράχου,
έχει πάψει να ξεγελά το αρσενικό και το θηλυκό
και παλεύει με τα χρώματα να φτιάξει λίγο φρέσκο χώμα ,
μια πευκοβελόνα, ένα σχήμα δίχως γεωμετρία,
ένα τραγούδι για το θάνατο, που δεν είναι αθάνατος,
για τη ζωή των ζωών,
για την πνοή, που δεν έχει όμικρον
κι ούτε είναι σπείρα, κι ούτε γραμμή.
Ανοίγει, ανοίγει, ανοίγει διάφανη λυγίζοντας τον ορίζοντα
κι αποκαλύπτει τον κρυφό αριθμό, το κρυφό γράμμα,
που μόνο τα βρέφη το ξέρουν,
πολύ πριν οι γονείς τους φτιάξουν πολιτισμό
απ’ τ’ αποκαΐδια των αιμάτινων πόθων τους.

Βλέπω τον πρίγκιπα που βλέπει τον εαυτό στην έρημη ακτή να ξεκουράζεται
κι η μέρα μου σβήνει,
ήταν ήδη σβηστή πριν φωτίσει,
και ήδη φώτιζε πριν σβήσει
και συλλογιέμαι πως είμαστε τ’ απόνερα,
οι αχνοί ομόκεντροι κύκλοι
και στο βυθό μας αναδεύονται γαλαζοπράσινοι άγγελοι
και τον ουρανό μας σκίζουν ασημογάλαζα αεροπλάνα,
ποτέ δεν ξεψυχάμε,
γιατί η ψυχή μας κοιτάει σε μια έρημη ακτή να ξεκουραζόμαστε.

Κι είμαστε ρέουσες θεότητες, που φκιάνουν μουσική και διψάν για αγαπονέρι,
αλλά μάλλον τυφλοί,
και λίγοι από μας διαλέγουν να χαθούν,
όπως ο Άγιος Εξιπερί σε μια έρημο πετώντας,
ψάχνοντας να βρουν τη θάλασσά τους.

.





.





.







.

ΜΑΚΡΙΑ ΜΕΣΑ

.












.





.



.
.
.


     πετα,                   πετα,                   πετα
                               
               πετα,                  πετα,                  πετα
 
                           πετα ,                  πετα ,            πετα

αγαπη μου
μακρια
απο
μενα



 


.












.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

.






.



.





.



.



αντίκρυ απ το σπίτι με το ωραίο κόκκινο δωμάτιο
υπήρχε ριζωμένη μια πεταλούδα με γιγάντιες φωνες,
οταν πετουσε το δωματιο γεμιζε αντιλαλους και το κρεβατι
στο μεσον πρασινιζε απο τονους χλωροφυλλης, δηλαδη απο
ονειρα, οι μερες ηταν συναρπαστικα κρυμμενες πισω
αναστεναγμους εραστων και λογικες ακολουθιες ονειρωξεων,
τα αφηγηματα της πεταλουδας καταγραφονταν στους τοιχους
του δωματιου με σκοπο να εκδοθουν σε οικους αστερισμων,

μπηκε διαφανη και καρφωσε το βλεμμα της στην πεταλουδα,
"που ειναι ο καλος μου ρωτησε;"

"τον έκανα χρώματα" απαντησε η πεταλουδα,
"εχω αναγκη την σαρκα του"
"χαθηκε η σαρκα του, γινηκε χρωμα, γλυψε τους τοιχους"
βαλθηκε να λατρευει τους τοιχους και μυξοκλαιγε σα
κοριτσακι, εκλαιγε πολυ και φωναχτα κι οι ηχοι ανακατευοταν
με τους αντιλαλους της πεταλουδας

"χρωματισε με" ειπε μια μερα,
"κανε με και μενα χρωμα"
σχεδον διεταξε την πεταλουδα

"θα σε κανω ενα χρωμα πιο σκουρο απ το μαυρο"
ειπε η πεταλουδα

"ναι , επιτελους ναι,
κανε με"

δεν ηταν εκ προμελετης το εγκλημα,
απλα συνεβη, οπως υπαρχουν ανελκυστηρες στον ουρανο
και μονες στα οροπεδια

χρονια μετα πλησιασε καποιος τυφλος το κοκκινο
δωματιο κι ακουμπησε τα πορτραιτα που κρεμοταν στους τοιχους,
του φανηκε περιεργο αυτο που επιασε,
ηταν απαλο με γευση πικρη, ελαφρα νοτισμενο
και μυριζε πρωι,
η πεταλουδα καραδοκουσε ακριβως απο πανω του,
μα ο τυφλος δεν εκανε το λαθος να πει αυτο που περιμενε
η πεταλουδα,

ειπε μονο,
"αυτο το δωματιο μου θυμιζει εσενα"

κι εφυγε









.





.

ΟΝΕΙΡΕΜΑ

.






.



.







γαλαζιο
της ψυχης
θαλασσες, ουρανος,
πρασινο της ψυχης
δεντρα ,
φυλλα ,
δεντρα

απολιθωματα
στην ερημια
της ψυχης
γεννηση
φωτεινη




.






















.

ΜΕΜΒΡΑΝΗ

.










.

λιγο αιμα
λιγο φως
μεσα στη μεμβρανη


.

                                                   


.

                                                          

ΛΑΜΔΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

.




.



.

Α

ομορφος ειστε βυθισμενος στα συννεφα
τραγουδισμενος απο ηδονες
αναλλοιωτος, περιχαρης
με σαρκινο οπλο
βολιδοσκοπος, ευτυχης που ξεφυγατε
στους ουρανους της μαιευτικης τεχνης
στους φουρνους τους εγωπαθεις
ανατειλατε στο στερεωμα
ντυμενος δερμα απτυχωτο

αφησατε τους κρουνους της αληθειας
να πνιγουν καθε φωνη,
γλυκος ειστε με το μαχαιρι σας
απατηλος ειστε με το αγγελικο σας βλεμμα
εφιαλτης σας πρεπει
ημων των διχασμενων σας πιστων
των εκ της θυσιας σας πεπεισμενων υπνοβατων
της λαμπρης μελαγχολιας και μερας κοφτερης

υμνουμε την ηδονη του πνευματος
αλλοφρονες κι επηρμενοι
σωριασμενοι καταγης μ αναπνοες κοφτες
αγκαλιαζομαστε , αγαπιομαστε, σφαζομαστε
επιμελως, ευλαβικως, λυτρωτικως
αντεχουμε τα ματια τ ουρανου να μας κοιτανε
οστεινοι , βαθουλωμενοι, ασαρκοι
σας προσκυνουμε
γιατι
υπαρχετε στο μυαλο μας
γιατι δεν υπαρχουμε
παρα μονο μεσα απο σας
κατι σαν λιπασμα
ατροφικης σκεψης ειμαστε
που σας γυρευει
με χερια ματωμενα
κι οραση απατηλη
να μας δοθειτε
για να δουμε
επιτελους να δουμε
τα ονοματα να καταρρεουν
τον ατελη μας λογο να σκορπαει
στα συννεφα

τον ατελη μας λογο να σκορπαει
στα συννεφα



Β


τον σπινθηρα των ματιων σου μη δωσεις πουθενα
αναπαυεται σε σεληνιακες εκτασεις
σε ζυμωμενα βρωμικα χερια
σε βλαβερες υποψιες συντριπτικων καταγματων
γεννημα θρεμμα της ανατολης
χωμα απο χωμα
νερο απο νερο
διελευση απ την κολαση της σαρκας
τρεις μερες , τρια χρονια αφημενη μ αδεια ματια
κομματιασμενη απ τους πιστους θηρευτες του αγγελικου χαμογελου
μ ενα μαχαιρι κοφτερο στην ψυχη και ηλιους , αναπηρους ηλιους στα βλεφαρα
δε γινεται να υπαρξεις οσο το αιμα ζει κι αναπνεει ατοφιο
ατοφιο ατοφιο ατοφιο
το ατοφιο σου φοβηθηκα μη με ρουφηξει στο πηγαδι που αντεχεις να εισαι
πιο ζωντανη απο μας , αγγελικε μου θρηνε
δυο εκκλησιες
η φανερη κι η μυστικη
μονο που η μυστικη κραυγαζει αλατρευτη, ειναι δω , καθε στιγμη
διχως οπλα ,αθωα σαν μαρμαρυγη, σαν μικρο κοκκαλο που σπαζει,
ισα που ακουγεται
ανεπαισθητη η ρωγμη
απλωνει νηματα στην οραση
χθες σε ακουσα να μιλας και να προσευχεσαι
σε κεινη την φθαρμενη εικονα , στην σκητη της καρδιας σου
χθες σε ειδα να φευγεις χαμογελωντας τραγικα ευτυχισμενη
ακουμπωντας το χερι τ ουρανου
ξερεις , χαιδευες τον ουρανο
με θαλπωρη
περιμενοντας την ανατροπη της αδικιας που λεγεται ζωη
δεν μπορω να φερω φως
απεμεινε το μετεικασμα σου,
αναβοσβηνει στα ματια και ξερω πως αυτα που φανταζομαι
θα μπορουσαν να ειναι κι ετσι
θα μπορουσαν να ειναι κι αλλιως
σημασια καμια δεν εχει πως ειναι, ηταν , θα ειναι
η ουσια, η απιαστη , ανεγγιχτη ουσια δε νιαζεται γιαυτα
σκιζεις τον αερα
ξεριζωνεις τον ουρανο
δεν φοβηθηκες ποτε
κι αυτο μ εκανε να φοβαμαι
τ οτι δεν φοβοσουν
με τρομαξε
και κρυφτηκα-που αλλου-
πες μου εσυ
ποια ειναι η τελευταια μας κρυψωνα
ποια ειναι η μονη μας κρυψωνα
παρα η συστολη
η εσχατη συστολη που δεν αναβαλλεται
ουτε κι αναιρειται
ειναι ιερη
αυτο φτανει
ιερη
ακου τους χυμους των δεντρων
ποσο σιωπηλα υπαρχουν
ακου την ανασα των ορυκτων
ποσο σιωπηλα ανασαινουν
ακου το φως της αυγης
ποσο σιωπηλα ανασταινει
ακου τον αναστεναγμο του νερου
ποσο σιωπηλα λυτρωνει
ακου τα δαχτυλα
ποσο σιωπηλα πλεκονται
ποσο σιωπηλα αφηνονται
ποσο σιωπηλα απλωνονται
ποσο σιωπηλα ζηταν
ποσο σιωπηλα αφηγουνται
σωτηρια σιωπη
οπου η χαρα
κι η λυπη
ευλαβικα κλινουν την κεφαλη
λεξεις ηχουν
απ τις ακρες των δαχτυλων
τον ηχο τ ουρανου


Γ

ομορφοι ειστε βυθισμενοι στα συννεφα
τραγουδισμενοι απο ηδονες
αναλλοιωτοι, περιχαρεις
με σαρκινο οπλο
βολιδοσκοποι, ευτυχεις που ξεφυγατε
στους ουρανους της μαιευτικης τεχνης
ανατειλατε στο στερεωμα
ντυμενοι δερμα απτυχωτο

αφησατε τους κρουνους της αληθειας
να ηχουν σε καθε φωνη,
γλυκεις ειστε με το μαχαιρι σας
απατηλοι με το αγγελικο σας βλεμμα
επικληση σας πρεπει
ημων των διχασμενων σας πιστων
των εκ της θυσιας σας πεπεισμενων υπνοβατων
της λαμπρης μελαγχολιας και μερας κοφτερης

υμνουμε την ηδονη του πνευματος
αλλοφρονες κι επηρμενοι
σωριασμενοι καταγης μ αναπνοες κοφτες
αγκαλιαζομαστε , αγαπιομαστε, σφαζομαστε
επιμελως, ευλαβικως, λυτρωτικως
αντεχουμε τα ματια τ ουρανου να μας κοιτανε
οστεινοι , βαθουλωμενοι, ασαρκοι
σας προσκυνουμε
γιατι
υπαρχετε στο μυαλο μας
γιατι δεν υπαρχουμε
παρα μονο μεσα απο σας
κατι σαν λιπασμα
ατροφικης σκεψης ειμαστε
που σας γυρευει
με χερια ματωμενα
κι οραση απατηλη
να μας δοθειτε
για να δουμε
επιτελους να δουμε
τα ονοματα να καταρρεουν
τον ατελη μας λογο να σκορπαει
στα συννεφα

τον ατελη μας λογο να σκορπαει
στα συννεφα



Δ



θελω να κλειστω
σε μια λαμπα
σκοτεινη
και να θυμαμαι
μονο να θυμαμαι
πως ειναι να ονειρευεσαι
το πρωτο χαδι του αερα στο μαγουλο
την γευση της βροχης
τ αναπαντεχο φιλι
τα φυλλα του γεροπλατανου
τις μορφες στο δωματιο
τα κελυφη των αστρων
τις λεξεις των αγγελων
τα ματια του σκοτους
την καρδια του καρπουζιου
τα ελεη της παιδικης φιλιας
τ αρκτικολεξα και τις πυρινες ζωες
την πορτα προς την αγαπη
το συννεφο
τα εκκρεμη εκκρεμη
τους εκκεντρους λοφους
την μαγεια της αυγης
την γλυκια θλιψη
τους υγροληκτους καταρρακτες
και την δαιμονισμενη σπειρα
τα ελεη του λαμδα
τους φωτισμενους κηπους
τους αποκεφαλισμενους κηπουρους
τα ροδια στην γλωσσα

θελω να ξεχασω
μεσα στ ονειρο πως ονειρευομαι
κι ολα ειναι μια αρχη
διχως μετα
πως ολα αρχιζουν
διχως σταματημο
προς τους ουρανους των τιμιων ψυχων
κι ολα βαινουν
ατελειωτα προς την αφετηρια

θελω να ζησω το τελος
των θεωριων και των βεβαιοτητων
των υλικων και αυλων
πιο πολυ απ ολα
το τελος των δρομων
οπου οι δρομοι θα ειναι μονο σκαλες
πανω απ τα τειχη των λογισμων
θελω να δω
λιμνες να σκαρφαλωνουν στον ουρανο
και δεντρα με φτερες να πλεουν στη θαλασσα
κι ολο το αλατι να καρπιζει σα φρεσκο χωμα
θελω το αρπακτικο
να ζητησει συγγνωμη απ το θυμα του
να μην ξαναφαει σαρκα ζωντανη
ουτε και νεκρη
θελω τα λιονταρια να τρεφονται με χλοη
θελω τα λιονταρια να βοσκαν
να μην ξαναμπηξουν τα δοντια τους
στην πλατη του βουβαλιου

θελω τ ονειρο να ειναι αληθινο
σαν ονειρο
η αληθεια ναναι κοινη για ολους


το αυριο μας ειναι οι μενεξεδες στο λιογερμα
τα πτηνα που ζωγραφιζουν
οι αστερισμοι απο πλαγκτον
ο ελευθερος προμηθεας
τα χρωματα που προφερονται
η ομοιοκαταληξια των αριθμων
μια ψιχα απ τα ποιηματα
κι ο καρπος του ελεους
ο αορατος θολος
ο μεθυσμενος ουρανος
η πρωτογνωρη λατρεια
το λαμδα
η ενωση των χειλιων
με την γλωσσα
το λαμδα
το ασυμβατο
-στα σαρκοβορα-
της θαλασσας
της αλωσης
της λατρειας
της ελπιδας
της λυτρωσης

του ελεους

.









.





.

ΜΑΓΕΥΟΝΤΑΙ

.







.




.




.





.
εφυγε η μερα στο βελουδινο απαγκιο του φωτος
ψιθυροι τωρα απλωνονται βαθια στο δασος
πυγολαμπιδες παιζουν με τις φυλλωσιες
ετοιμαζεσαι να ονειρευτεις τον κοσμο
τον τραγικο κοσμο μ ελπιδα
ξεροντας πως θα πικραθεις
παλια οι βωλοι δεν σπαγανε
ωραια λαμπυριζαν
αλλαζαν χρωματα στα εκπληκτα ματια σου
ενας βωλος
κοσμος ολοκληρος στα χερια ενος παιδιου
τα τερατα μαγευονται
οταν τον κοιταν



.








.



.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

.




 


να δουμε
επιτελους να δουμε
τα ονοματα να καταρρεουν
τον ατελη μας λογο να σκορπαει
στα συννεφα

τον ατελη μας λογο να σκορπαει
στα συννεφα



.







.



.

ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΕΙΟ

.









.





.






κοιταζε το δεντρο ν ακρωτηριαζεται, ζωη δεν ειν αυτη διχως χυμους κι εκπληξεις, κοιταζαν το φως να οργωνει , προχωρησε αριστερα απ το αιμα του δεντρου,ανατολη μετα το οργωμα και την σπορα, ηλιοσποροι εξεγερθηκαν κυκλωνοντας τ αγαλματα που λιαζονταν στο φως ζητωντας να μετεχουν στο μυστικο των εντομων, διχαστηκε το φως οταν προσεκρουσε στις ματωμενες φυλλωσιες του δεντρου κι αφησε το θερος να συνθλιψει τα πλατανια, τα παιδια φοβουνται τ ακακα φιδια κι εχουν συνηθισει τις εξατμισεις των λεωφορειων, στις μαυροασπρες ταινιες η σαρκα ειναι πιο ανθρωπινη,

οταν κουρνιαζεις στην σπηλια και δογματιζεις περι συμπλεγματων κι αστερισμων, το δεντρο πεφτει ανενοχλητο, αιμορραγει απο υγρα μπαταριας, διακεκομενους αστεροειδεις, κι ειναι νυχτα ακομη, κι ειναι φρεσκια η πολη των ανθρωπων οπου ερωτευονται τα μηχανικα τους μελη και την δροσια των ακεφαλων γλυπτων , ετσι για να υπαρχει συνεχεια υποχρεωτικη στα καλοκαιρια που θα ερθουν και θα ειναι μονο καλοκαιρια καυτα γεματα κλιματιστικα , μυρωδιες, εκρηκτικες ξεραμενες ακτινες φωτος διχασμενου, τα τεμνομενα καλοκαιρια ξασπριζουν στους τοιχους , στους τοιχους των κυτταρων


περασε μια βδομαδα ακομη, το μυαλο παραμενει θολο,κειτεται
σε υγρασια λυπης, κατεδαφιζονται σιωπηλα οι μερες, στη θεση του δεντρου φυτρωνουν αγριοχορτα,το φως συνεχιζει να εκτεινεται στα μυστικα ημερολογια της ζωης των εντομων, η θλιβερη επαρκεια των ψυχοναυτων σαρωνει την μαυροασπρη σαρκα, τις φυλλωσιες και το κοιταγμα που δραματουργει διασταυρουμενες πορειες, τελος με γευση λυρικη πανω σε μηχανακι διχρονο, μαυρο που σουζαρει στην γυαλιστερη ασφαλτο κι αποκαμε κι αραξε στο τελευταιο ορθιο σπιτι μετα την νεα χρονολογηση του απειρου που μετρηθηκε στις πετρινες πτυχες των αγαλματων, ξημερωσε,
αλλη μια βδομαδα
με νυχια ,
σβησμενα τσιγαρα
και μωλωπες
απο δροσερο
φως

ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

.

.
.
.




.


κοιτα το φεγγαρι
ωραιες φιγουρες κανει
για σενα
σε πλανεψε
στις κλεμμενες του φλογες
με παραμυθια γλυκα
νανουριστα
τρεχει πανου απ τις κεφαλες μας
κι υποσχεται
καθαρο νερο
και φιλιες
και μοναχικες
συγκινησεις
που μας κανουν
να ειμαστε μαζι

κοιτα το φεγγαρι
για σενα ειναι
για μενα
για ολους
ψιθυρισε το
μαγεψε το
κρυψτο
στην αγκαλια σου
σε γυρευει
να ειστε μαζι
μοναχοι
μαζι
μοναχοι
ακομη φιγουρες κανει
και σε καλει
να ξεχασεις
το πετρωμενο σου προσωπο
ν απαρνηθεις
τον πετρωμενο λογισμο
σου λεει
να ξαναδιψασεις
να ξαναγευτεις
την στιγμη
που μοναχος
δεν εισαι
μονος

τραγουδησε
το φεγγαρι
ειναι μονο
μαζι
μαζι
μονο
μαζι σου
ανασανε
το φεγγαρι
στη δροσια
μετα την
βροχη
που μας ενωνει

.







.





.

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ





.


.
διαβηκε την πρωτη μερα
καθισε ηρεμος και σκεφτηκε
ποια ειναι η επομενη

η επομενη ηρθε
κι ηταν περιεργη
σαν ψωμι βουτηγμενο σε νερο
δολωμα

και μετα ηρθε λυπη
λυπη και χαρα
και δρομος πολυς

ειδε μεσα
ειδε εξω
ανασα
ξανα ειδε
ψυχη
εφυγε απ τη μερα
ανασαινε μονο
εφυγε απ τη σκεψη
αδειο
ψυχη
βογγηξε
ελευθερια
ξεμαθε τα λογια
ορμηξε στο αδειο
να νιωσει ψυχη

επεσε σε μισος
καθε τι εχει αντιθετο
που εκδικειται
σαν το δρομο
του ενος τραβας


γυρισε σπιτι
στο μερος
που ηταν αγνωστος
στη μητρα
του αδειου

.












.

ΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

.







.


.



 

 
.


στην μεγαλη αιθουσα υπηρχαν αμετρητοι ορθογωνιοι καθρεφτες
που ριζωναν στο ρηχο νερο
οταν καποιος απ αυτους τους καθρεφτες ελιωνε
στη θεση του εμενε ενα κερακι
το φως απ τα κερακια λαμπυριζε στους καθρεφτες
σχηματιζε ατελειωτες αντανακλασεις
συνδυασμους που νομιζες ηθελαν κατι να πουν

σε ατακτα διαστηματα καποια κερακια εσβηναν κι εμενε μονο το νερο
οι καθρεφτες αισθανοταν πως καποια στιγμη δεν θα υπηρχε φως
και τοτε η αιθουσα θα σκοτεινιαζε οριστικα

βιαστικα προσπαθησαν να φτιαξουν κατι πρασινο
ενα φυλλο
ενα χλωρο κλαρι

και το καταφεραν
το κλωναρι ξεπεταχτηκε απ το νερο
φωτιζοταν απ τα κερακια
κι οι καθρεφτες πολλαπλασιαζαν την εικονα του
ο κοσμος αυτος ηταν ευτυχισμενος

καποιος τοτε ειπε πως το κλωναρι
δε γινοταν να ευδοκιμησει
μεσα στη σπηλια
το φως λιγοστευε
και θα ξεραινοταν

οι καθρεφτες αποφασισαν να γκρεμισουν την σπηλια
ξεροντας πως θα εσπαγαν κι αυτοι
και το νερο θα γεμιζε αιχμηρα θραυσματα
κι οποιος πλησιαζε να θαυμασει το κλωναρι
θα πληγωνοταν
βαρια πολυ
κι ισως ανεπανορθωτα

επρεπε να πεισουν το νερο να αποδρασει
απ τη σπηλια
ωστε να φαινοταν τα θραυσματα
στους ανυποπτους παρατηρητες

καποιος τοτε ρωτησε
υπαρχουν αθωοι παρατηρητες;

οι αλλοι καθρεφτες απαντησαν πως δεν υπαρχουν
αθωοι παρατηρητες
δε γινεται να υπαρξουν
αθωοι παρατηρητες

η μεγαλη μερα εφτασε
τα τοιχωματα της σπηλιας επεσαν
στη θεση της υπηρχε τωρα
μια λιμνη
μ ενα φρεσκο κλωναρι στη μεση
και μυριαδες αιχμηρα θραυσματα στο βυθο της

ο πρωτος που ειδε την λιμνη
ηταν ο ηλιος
και μαζι φωτισε τα θραυσματα

η ζεστη ηταν μεγαλη,
τα ραγισμενα κομματια
εκαναν τη λιμνη
να βρασει
το κλωναρι δεν αντεξε

ο κοσμος αυτος ηταν ερημος



.




.


.


.

ΜΑΡΝΗ

.







.








.



.




Μια λίμνη μυστική, άκαρπη, θολή στο φεγγάρι, κρυμμένη στο δάσος,
αναποδογυρισμένη κηλίδα αμφιβληστροειδούς, οστρακόδερμο καφέ,
μαίανδρος μισότρελος, σιωπές που σβήνουν,
όγκοι μαυρόασπροι χυμένοι στα μάτια σου.
Ο κόσμος άγγελος δρεπανηφόρος γυαλίζει στο χάραμα,
αγγίζει τα δωμάτια των βρεφών.
Εδώ το χάος και η σιγαλιά,
ακούγονται τα βήματα σαν λειψές ημέρες,
σαν πυρομαχικά αλαλαγμών.
Αναίτια με σκότωσες, έδυσα, καλπάζω στην αποφορά του δειλινού.
Τρίζω, νιώθω εξατμίζομαι, θανατερή γοητεία, μαυρόστομη,
να η επιφάνειά σου, ατάραχη, εφιαλτική, θαμπωμένη.
Αβδηρητισμός, έκτακτα περιστατικά,
ο θεός Μίθρα- άγνωστος, ύποπτος, ύπουλος, σέρνει νόες κροκώδεις,
νερά κρυσταλλοποιούνται, ο ωκεανός πετρώνει,
ρωγμές στο πυώδες πρόσωπό σου.
Γεύομαι τα κύτταρά σου, ρουφάω την αστρόσκονή σου.
Ιερά παγώνουν, θρυμματίζονται.
Αντηρίδες στεγάστρων στεγάζουν τις σκιές.
Έκπτωτοι, ρομβώδεις, δαιμόνιοι, μισεροί χύνουν σκοτάδι,
η λίμνη σπαρταρά,
όρθια κοκκινόψαρα ονειρεύονται το ρόδον.
Σκότωσέ με, υπήρξα κάποτε.
Σκότωσέ με, δεν υπάρχω.
Ρέω αρειμάνιος στις σπείρες ωχρών ερπετών.
Δολιχοκέφαλε, σεπτέ, αγαπημένε, βρώμικε,
αντηχείς στις σπηλιές αυτής που σε λάτρεψε
-ορφανή ήταν από πάντα.
Σταλακτίτες, σταλαγμίτες
Μάρνη ιερή
Σταλακτίτες, σταλαγμίτες
Μάρνη δροσερή
Χορός άθελος κυματίζει στο βλέμμα σου
Ξανθαίνει τη μορφή σου
Πριν η χολερή νύχτα πετσοκόψει τον ύπνο,
έρχεσαι κοχλάζουσα, φασματική σε τόπους νεκρούς
αδειάζεις ωδές, χοές, σιωπές,
μυστικές μοίρες να υφαίνουν το αγίνωτο.
Βάμμα ενδεδυμένο άσπρο, τείνει τη χορδή
εκεί που πάλλεται άναρχος ο Έρωτας.
Ξέφτια μιας ψυχής που ακόμα αλυχτά, που ακόμα σπαρταρά,
που πάντα ξεψυχά και θρέφει σάρκες χαρούμενων θεών.
Ανάσα κίτρινη, ανάσα σκλαβωμένη φαντάζεται το μπουμπούκι το αιμάτινο,
τυλίγεται γύρω από τον εαυτό της,
τυλίγει το χώρο,
σκορπάει γύρη ορθάνοιχτων κραυγών,
άλαλη απομένει στα λευκά σου μέλη.
Μάρνη μανιακή σαν μαινάδα εξαίσια,
είσαι τόσο κοντά σ’ ό,τι πόθησα.
Χωρίς να ξέρω πόσο γαλάζια σιωπηλό ήταν.
Αυγές, αυγές, αυγές στάζουν χιμαιρικά
απ’ τις άδειες κόγχες των άπειρων δωματίων μας.
Είδωλα, ασημένια, κοφτερά, θρυαλλίδες σκεπάζουν τα μάτια μας,
φωτίζουν τα κρεματόρια, τους αυτόχειρες, τη ζέστη,
το καλοκαίρι που θλιμμένα ηχεί.
Ένα λιμάνι στη γωνιά του κόσμου- επίπεδη ήταν κάποτε η γη,
είσαι τόσο άρτια, είσαι τόσο μελωδική,
είσαι αυτό που δε θα ειπωθεί ποτέ.
Συστρέφομαι στο ξέπνοο αναφιλητό σου
κι αρπίζω το άρρητο γέλιο σου
σε λαβυρίνθους στιλπνών
σταχτιών πόλεων .
Εικόνες ζωής καρφωμένες στον τοίχο
-κάποιος ανοίγει την πόρτα-
είναι όλοι εκεί-
έζησαν κάποτε-
πόθησαν-
έπεσαν-
να η μήτρα τους-
να το μισό τους σκοτάδι-
σφραγίστηκαν-
κλαίνε στο λευκό σου στήθος-
ήσουν εκεί από πάντα-
η πόρτα κλείνει-
τυφλοί μοιχοί χαροπαλεύουν στα φεγγάρια-
σταλακτίτες-σταλαγμίτες-
εγκέφαλοι οσμίζονται εγκεφάλους-
ο χρόνος-ο δόλος-
κομμάτια μας χορταριάζουν-
μόνο-μην κλαις-
μόνο-να ροδίζεις-
παύση-
ανάσα-
κι άλλη ανάσα-
τα δοκίμια των υστερικών ποιητών καρτερικά χρωματίζονται-
άνθος κείμενο-
ερίτιμος σιωπή-δέρμα απτύχωτο-
ψυχές πετούν ολόγυρα-
στέκομαι στο λιμάνι-στην άκρη του παγωμένου κόσμου-
μισό φως-σμαρώ-
ας σαπίσουν-ας καρπίσουν-
σε μια γωνιά όλα τελειώνουν-
Μάρνη-στέρεα Μάρνη-
χώρος πριν το χρόνο-ιστοί λείοι, λευκοί,
άντρες κι αυτοκίνητα, πεζοί που σπρώχνονται, μέρες που ξαναρχίζουν,
χρόνος ξαναμετρά, σταματάω………
Κάποτε ήμουν εσύ,
Το δωμάτιο κάηκε
Το δωμάτιο υπάρχει
Σταλακτίτες
Σταλαγμίτες
Η λίμνη μόνο κρύφτηκε. Το φως αντηχεί στις κατακόμβες.
Φτάνει ως εδώ,
γλυκιά Μάρνη…………..
Αμάραντη



.







.







.

ΑΠΕΥΚΤΑΙΟ


.



.




.

.

.


να σου δωσω λιγο μισος να νιωσω ζωντανος
να μου δωσεις λιγο μισος να νιωσεις ζωντανος

θελω να νιωσω περισσοτερο ζωντανος
θελεις να νιωσεις περισσοτερο ζωντανος

κι αλλο εξουσια
κι αλλο χρημα
κι αλλο δυναμη

κι αλλο ζωντανος
πολυ ζωντανος

ακους;
αντεχεις;


δεν ακους ε;
δε πειραζει
ησυχια
ησυχια
ησυχια

τιποτα
ουτε μισος
ουτε ζωη

ησυχια
ησυχια
ησυχια
αδεια ησυχια

κι αλλη ησυχια
αδεια ησυχια

ξεχασα να σου πω
δε θα χρεωκοπησουμε

χα
δε χρεωκοπουν
τα ζομπι
.


.



.


.

.
.

ΦΙΛΙ

.

.

.

.

.

.






.

αγαπιουνται στη νυχτα σιωπηλα
και λογο δε δινουν σε κανεναν
ουτε το φως πολυγουσταρουν
ενα αγγιγμα τους ειναι αρκετο
ενα χειροφιλημα
η ανεπαναληπτη οικειοτητα
μια ριπη αερα κι ενα χαδι
μια αγκαλια
αλλο δε θελουν παρα την αφανεια
την αισθηση του φευγαλεου
την αισθηση του σταματημενου χρονου
τα δευτερολεπτα τους ακεραια
εχουν πεντε λεπτα ακομη
ποσος πολυς χρονος
ν αφηγηθουν την
ιστορια του ανθρωπου
σ ενα φιλι
.




.

.



.


.

.

Υποκριθείτε Παύλος Σιδηρόπουλος

.





.


.








.



.



.


.

.

.

.

ΠΛΑΝΗΤΕΣ

.

.

.

.

.

.


.

.

.




.
.
.
.
.
" "καλλιεργω πλανητες ,ετοιμαζω σωματα να δεχτουν ψυχες, οντα να γινουν, φως να περασει, αορατα χερια να τυλιξουν τον κοσμο, υπαρχω ετοιμος με φοβο, δημιουργω εναστρη νυχτα, δεν ζω , δεν ζω ,ειμαι , ειμαι , πεφτω στον χρονο χωρις θαλασσα , διχως κυμα, ετοιμα τα κυτταρα ξεδιπλωνουν καθρεφτες σε κοινωνιες εντομων, νυξη επιθηλια , ξεχασα , να πω πως ξεχασα το αυριο, ουτε και παρελθον πια , διχοτομημενη φωνη και μερη που παλλονται, το αυριο υποτροπιαζει , αφηνεται η φαντασια να νιωσει αυγη , το αυριο εξυφαινεται με τελος, οχι με αναμνηση αρχης , υπομνηση ακρωτηριασμου στο φως , ναι στο φως, δες το φως ,δεν ειμαι το φως , δες το φως ποση αγωνια κρυβει για σενα , οι πλανητες ηταν ερημοι στην αρχη, τους περιεθαλψα σε θερμοκοιτιδες γιατι ηθελα να πλασω και να ζυγισω το κενο, αν θα μπορουσε να κρατησει υλη , να γινει πνευμα να πεταξει στα χρωματα της πεταλουδας που ζει στους πλανητες που βρηκαν καταφυγιο σε μια τριανταφυλλια που ηταν λιμανι απανεμο υπογειων ποταμων που ολοενα στροβιλιζονται ανθεκτικοι οταν ο χρονος περνα στο τωρα , στο ελαχιστο τωρα, που κι αυτο περασε , στο ελαχιστο μελλλον που μολις ερχεται και διεκδικει αληθειες σ εφηβικο δασος με πευκη και ρετσινι και υγρασια φωτεινη ,τι απεγιναν οι πλανητες στο φυλλωμα των ομοειδων δελεαρ , φυονται σχοινοι στο δερμα των πλανητων, προδικαζουν σηψη , αποδραση στο χαος, αυστηρα δομημενο χαος, σκορπιζεται σε δινη απο φωταγωγους κρεμασμενους στον ουρανο, δυναται ν αντικατασταθει η ωχρα με το αυριο ,να γεννησουν μερες σε βουλιαγμενο απειρο , καθως ο ανθρωπος εξοντωνεται, ευνουχιζεται καλωσυνατος, ετσι του εμαθαν , να ειναι καλωσυνατος , αυτον τον τυπο ανθρωπου σκοτωνουμε αυτες τις μερες ,τον καλωσυνατο ανθρωπο, τον ελαφροισκιωτο που λυγαει σαν φρεσκια φτερη, δεν θελουμε τετοιους ανθρωπους, δεν μπορουμε να τους καταταταξουμε, τα εισαγωγικα εξατμιζονται, ο πλανητης ειναι ανυδρος, σωματα περιφερονται αψυχα, αδυνατη η επιστροφη των πλανητων, των πλανεμενων, της προς στιγμην ολοκληρωσης, στο ελαχιστο τωρα που απομενει ας ζησουμε ακινητοι, δουλευοντας σκληρα, πολυ σκληρα γιατι προεχει η αναταξη της οικονομιας, ειναι που ζουμε στην κοινωνια των πολιτων που καπου καπου,δηλ συνεχως, απορυθμιζεται και τα συννεφα παραμενουν μοναχικα και τα ζωυφια μοναζουν λυτρωμενα , μαραζωνουμε μα επιμενουμε πως η καλλιεργεια πλανητων ειναι ανευ νοηματος, θα μεινουμε λιγοι , πολυ λιγοι στο τελος να θαυμαζουμε την ερημια που ονομασαμε δημιουργια , κανενα κακοποιημενο συμπαν κυτταρων δεν θα συμπεσει με την αιωρηση των φωτονιων στον αμφιβληστροειδη, θα σταματησουμε την μετρηση του χρονου, κι η σκλαβια μας θα μοιαζει με τα ποιηματα που δεν κατασπαραξαμε , τα ποιηματα δεν διαβαζονται , κατασπαρασσονται, κι η ζωη δεν βιωνεται, καιγεται, υποχωρησε ο πρωτος ενικος, δινει την θεση του στον τριτο ενικο, σημαινει υγρα εισαγωγικα" " 
.
.
.
.
.
.

ΛΕΠΤΟΤΗΣ

.





.





.



.
.
.
.
τα ορνια χαμογελουσαν
μεσα στα κομψα σακακια τους,
τους αρεζε η τεχνη, ο πολιτισμος,
οι απεραντολογιες, οι ενατενισεις ,
οι ερωτες , τα τρυφερα αγγιγματα ,
οι ευαισθησιες , η μουσικη ,
ναι, η μουσικη,
ακομη και τα συννεφα τους αρεζαν ,
και τα ποδηλατα,
ναι, τα ποδηλατα,
και η παχνη του πρωινου,
και η αθωοτητα ,
την θαυμαζαν την αθωοτητα
οσο την ξεσκιζαν λεπτα, κομψα με ,
ναι, με σεβασμο

 

.



.



.



.

.
.

.

ΤΟΤΕ ΤΙ

.











.


αποκαμωμενος εφτασε στην κορυφη και κοιταξε την φωτια που εκαιγε κατω , τον πυρωμενο ποταμο που διεσχιζε τα μερη του, σφιχτηκε το στομαχι καθως κοιτουσε την ενδοχωρα του , το βαθυ συναισθημα, την υπαρξιακη ανησυχια ,το φωτισμενο βλεμμα , την σκοτεινιασμενη ψυχη, στην κορυφη ζουσε το παιδι που καποτε ηταν, του φωναξε οσο μπορουσε πιο δυνατα, "καιγομαι, τα σωθικα μου καιγονται , τα νιωθω ν αφανιζονται στη φωτια, βοηθησε με , βοηθησε με να κρατηθω απο κατι, να σωσω εναν σπορο. μια πιθαμη αφρατης γης", το παιδι απαντησε, "σε κοιταω χρονια απ την κορυφη της αρχης να φθειρεσαι και να νομιζεις πως κατι μαθαινεις , κατι ζεις , κατι νιωθεις, κατι δημιουργεις , στην πραγματικοτητα μονο κατηφοριζεις, αργα ,ανεπαισθητα παιρνεις τον δρομο της επιστροφης, τωρα συνειδητοποιεις τι συμβαινει και τρομαζεις, μα δεν ειναι δα και κατι φοβερο, οσο υποφερεις αλλο τοσο δεν υποφερεις, οσο εισαι αλλο τοσο δεν εισαι, οσο καιει η φωτια αλλο τοσο ειναι δροσερη πηγη, δεν εισαι δημιουργημα ουτε και τυχαιος, δεν εισαι καν στη κορυφη τουτη την ωρα μαζι μου"

"τοτε τι, τοτε τι", ρωτησε, "τοτε τιποτα", απαντησε, "τοτε ειτε μπορεις να τα πεις με λεξεις, ειτε οχι, αυτα παλι υπαρχουν , μη περιμενεις και πολλα, μονο προσπαθησε ν αντεξεις τον πονο, ισως βρεις αυτο που ξερω διχως να μπορω να εκφρασω"

"δειξτο μου διχως λεξεις"

εδειξε
την ακρη
του ματιου

.

 

.

.
.

.

.
.

.

.

ΑΦΗ

.












.







 





διαφορα ονειρα σ εκαναν να αισθανθεις
πως δεν εισαι μονος
κι εκεινη η αισθηση της αφης ηταν η πιο απατηλη σου
φλογα
οτι ειναι χειροπιαστο υπαρχει
κι οτι τα χερια σου δεν ψηλαφιζουν ειν ανυπαρκτο
ετσι λοιπον νομισες
για να πατας σε μια στερια
κι ευθυς ενευσες στης αναπνοης τον ρυθμο
συγκαταβατικα
διχως πολλα πολλα
οταν ο παλμος απ τα πλεμονια σταματουσε
σιωπηλη που ηταν η ομορφια
ιστιο απανεμο στ ονειροχωρι
και μετα φουσκωνες οξυγονο
κελαρυστο και διαμαντενιο
ζωσμενος ολογυρα φτερα
μηχανικους αγγελους
ζοφερες περισπωμενες
λιβαδια ηδονικης μοιρολατριας

τα φθαρμενα σου υλικα αναταραχτηκαν
μισεψαν
λακισαν
λευτερωθηκαν
ανημερα παιδικου πασχα
ανημερα φρεσκου λαμπερου χιονιου
τελος εντιμο εγυρεψαν
μα πριν επρεπε να δουν
την εικονα ολη
την εικονα ολη
την εικονα ολη
που δεν αγγιξαν-ουτε θα-
τα χερια που ξεραθηκαν φυτεμενα στον ουρανο
κι εκλεισες τα ματια με σθενος
ιλαρα ανεπνευσες
ξανα συλλαβισες περισπωμενες
μηπως και μεινουν ανεγγιχτες οι ευθειες σιωπες
οι αδηλωτες διαδρομες στα ξεφωτα των ονειρων
των μαυροασπρων ονειρων
των φυτεμενων στην μεμβρανη
κυτταρων της αφης
-των ονειρων εννοεις των εφαπτομενων
των συναφων δυναμεων
των συναπτομενων νευρωνων
του κυκλοφοριακου δεντρου-

των ατυχων λεξεων που θελουν να περιγραψουν
να βαλουν περιγραμμα
στην εικονα που αδυνατεις να δεις
οι λεξεις
η μεμβρανη του μυστηριου
που ακουμπας σ εκεινα τα μαυροασπρα ονειρα
οταν ο πνευμονας
οξυγονωνει
το δεντρο
που απλωνεται εντος

.

.


.


.


.

.


.


.

ΑΓΩΝΑΣ

.





.

.
.
.
.



.

τον φοβο και την μνημη , τους δυο γεννητορες,
και τον ασπασμο του φωτος στη μερα νιωσε,
γυρνα εκει που ειναι η ψυχη
και παρε το λουλουδι της ,
μη το κοψεις , κανακεψε το ,
μη το κανεις δικο σου , κοιτα το ,
πεταει αναλαφρα στον τρυφερο της νιοτης σου οριζοντα ,
εκεινη τη νυχτα νομισες πως το ειδες καταματωμενο
με χλωρες πληγες ν αναβλυζει απογνωση
κι οταν ξημερωσε παλι πετουσε στα συννεφα ,
εγνεφε απαλα, σου ελεγε
μην πιστευεις στην κακια σου,
μην πιστευεις στο μισος σου,
μην πιστευεις στην ξεραμενη σου πετσα ,
ειναι μονο μια πετσα ,
μεσα υπαρχει αγαπη ,
παντου αγαπη πονεμενη μου ψυχη,
ειναι καλος αυτος ο αγωνας,
αυτος ειναι ο μονος αγωνας,
να ζεις κοβοντας τα μελη του κτηνους


.
.
.



.



.



.


.

ΕΙΔΩΛΑ

.











.


καθε φως σμιλευει οψη 
αλλα οχι προσωπο
ειναι η κλινη 
που αναπαυεται η φαντασια
απ την αρχη φτιαχνει σε μαυρο ασπρο
οταν το λευκο ειναι πολυ το νομιζει φως
οταν το μαυρο περισσευει το νομιζει σκοτος
.
.
.
.
.

.

.

.

 
τα ματια απλως κοιταν
ο νους στοχαζεται με λεξεις
οσα οι λεξεις δεν μπορουν να πουν

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.



ΑΕΡΑΚΙ

.















.


.
.
.
.
.
.
.

σιωπηλες ωρες,
μακρια απ τη βοη ακουγονται  αγγελοι,
οι θλιμμενοι αγγελοι,
ασυμπτωτοι οι τοποι σ αλλους τοπους,
διαπερνα ο ενας τον αλλον,
οτι προλαβαινεις να νιωσεις σαν αερακι ειναι ,
των ψυχων το αερακι,

χαιρετας τη μερα με ψιθυρο ,
καλοσωριζεις την νυχτα με δροσια στο μαγουλο,
ασαρκος περιφερεσαι στα τσιμεντα απο χωμα
απο λουλουδια
απο τρυφερη ενατενιση
 
ανθρωπος σ ανθρωπους
ανθρωπος σ εαυτο
ανθρωπος σ αινιγμα

.

.

.


.
.


.
.


.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

.













.




. 
.
.

φτανει η ωρα που φαινονται γυμνα τα κοκκαλα ,
στο φως απροστατευτα,
κατα πως λενε η ωρα της αληθειας,
τοτε βλεπεις μ αλλο ματι ,
αποφασιζεις αν θα δεχτεις αυτο που βλεπεις,
το δεχεσαι λοιπον και προχωρας,
μενει κατι ανεξιχνιαστο,
επιστρεφεις ξανα στον ιδιο τοπο με το ανελεητο φως και τα γυμνα κοκκαλα,
εισαι αλλος πια κι αυτο που βλεπεις ειναι μια καινουρια εκδοχη,
αποφασιζεις να μεινεις στον τοπο ιδιος,
να μη σε γελασουν νεα ταξιδια του νου , της καρδιας,
γαληνευεις, θα περιμενεις, λες, οσο χρειαστει,
δεν αλλαζεις αλλο κι ο τοπος συνεχιζει να ειναι ο ιδιος,
μα και παλι βλεπεις κατι αλλο,
μα και παλι βλεπεις κατι αλλο,
κατι που σε περιπαιζει
και σου λεει πως εισαι σαν λευκο ποντικι
που στριφογυριζει στον τροχο,
που ειναι μεσα σ ενα σκοτεινο δωματιο,
που εχει χαραμαδες
που μπαινει ακανονιστο το φως
που χτυπαει σε καθρεφτη
που ειναι βαθια στη γη

μην πτοεισαι,
σκεψου πως αυτο που σε περιπαιζει
εισαι εσυ
.

.
.
.

.

.
.
.
.
..
.
.
.
.

ΚΥΜΑΤΑ

.













.


 

Ήταν γεμάτα όλα από αναμνήσεις
που απλόχερα μας δόθηκαν
να τις αρνηθουμε,
να τις ξεχασουμε.

Στα κυματα του χρόνου στιγμιαία ξεβράζουμε γεγονοτα,
τα στοιβαζουμε,τα αρχειοθετούμε επιμελως,
αποκτουν ειδικό βάρος
που μήτε η φαντασία μπορεί να σηκώσει.

Τότε είναι που πρεπει να "ξεχάσουμε",
οι μέρες είναι φρέσκιες
σα το κλάμα και το γέλιο ενός μωρού,
δεν έχουμε το δικαίωμα να το αποδιωξουμε αυτό
απ τις μελαγχολικές πολιτισμένες ζωες μας.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.

ΔΥΟ ΜΟΝΟΙ

.
.
.
.
.
.
.
.



νυχτες της αγρυπνιας, μαστοδοντα κρεμονται απ τα κεφαλια,
δυο μονοι αλληλοσπαρασονται, 
γεματο οξυ αλμυρο κοιταγμα, 
ματαιωθηκαν τα φορεματα στα ματια , γεννημενοι να πεφτουμε, 
δυο μονοι αγκαλιαζονται, 
υποθετικες ωρες , μερες , απλωτες στιγμες , 
χαμογελα συνεχη πανω σε γεφυρακια πετρινα,
αγωνια λειψη σκυβει να φιλησει τη γη, 
καρποι προδοσιας ωριμαζουν, 
καινο μενος ,καιομενος, καμμενος εν τελει στη φοδρα του πρωινου ,
φλεγομενος αστερισμος ,νοητος σαν ψυχη,
τακτοποιεις τα δακρυα με λιγο φοβο, 
αλλα παντως τα δακρυα τακτοποιουνται,
τα δακρυα ανασταινονται ,τα δακρυα ανασαινουν, 
οχι λογος , οχι αντιλογος , μοναχα ακινητη δραση, 
το σπιτι του β οροφου καηκε ,
γεμισε καπνους ο φωταγωγος με τα παιδικα παιχνιδια, 
εξαρσεις αυταναφλεξης θα πεις, το αντιμετωπιζεις με φλεγμα , 
η ταφη ησυχη , μελωδικη,
τρεμεις πως καποια στιγμη δεν θ απομεινουν παρα μονο φθογγοι, 
και μετα βογγητα και μετα ανανηψη στην παχνη, 
δυο μονοι απομακρυνονται,
σκηνοθετουν το επομενο ανταμωμα , 
μπορει ναναι στην πλατη , στο στερνο, στο μετωπο , 
ναχουν κοινο ποδι μπορει

.
.
.

.
.
.
..
.
.
.
.
.
.
.
.

ΚΛΑΔΙΑ

.

.

.

.

.


.
.

.
.
.

.
.
.


τα γερα κλαδια σπαζουν μονομιας
ξιπασμενα τα ποδοπατανε
οι στειροι

ας τα σπασουμε
διχως τυψεις

τα σπασαμε
σε κινηση αργη
ταξιδευουν στο εδαφος

ακομη μελεταμε τι φταει
που το φως εγινε αφορητο


.


.
.
.
.
.

.

.
.
.

.

.

.

.

.

.

.

ΣΥΝΕΡΓΑ

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

..

δεν ειμαι αινιγμα να λυθω
δεν ειμαι φοβος να λακισω
δεν ειμαι ελπιδα να ονειρευτω
δεν εισαι υπνος να αδειασεις
δεν εισαι πουλι να ελαφρωσεις
δεν εισαι λουλουδι να γειρεις
δεν ειναι μερα να γλυκανει
δεν ειναι λογος να απλωθει
δεν ειναι πονος να γιανει
δεν ειμαστε το κυτταρο που ειδε τη μια του οψη
κι αποσωσε με λυγμους οριζοντας διαστασεις,

μυχιοι ουρανοι κειτονται οριζοντας χρονο,

απαλα αποθεσε τις εκκρισεις στα χερια του
φανερου,
κρυψε τα ιζηματα σε φευγαλεες ματιες,
διωχνεις χρωματα το πρωινο,
ελαττωνεις την ταξη με παφλασμους κι ακανονιστους
σχηματισμους

δεν ειναι κοκκινη καρδια
δεν ειναι ροζος
δεν ειναι χουφτα χωμα
απεργαζεται οικειους μικρους παραδεισους
στο χρωμα της μεταμελειας, των μεταμοσχευσεων,
των νυχτολουλουδων, των ωραιων γκρεμων
κι αφηνεται ,
ωραια αφηνεται ,
ωραια κουλουριαζεται,
χλωμιαζει,
νοτιζει το μαγουλο της πρασινης μορφης ,
χτιζει μερες, χτιζει ωρες,
χτιζει βλεφαρισματα, χτιζει χτυπους,
κι ας φαινεται μοναχα ακινητος, μοναχα ερμητικος

δεν ειμαστε φευγαλεοι να μονιασουμε
δεν ειμαστε εδω να αντικρυσουμε
δεν ειμαστε λυμενοι να ξεχασουμε

αιμορραγουμε ραγδαια ποτιζοντας κυβολιθους,

τι κριμα , δεν ενδωσαμε
τι κριμα , δεν ενδωσαμε
στην τεχνικη των ονειρων
μονο τα επισκευαζουμε
με συνεργα χειρουργων
σε χειρουργεια απο συσταδες υγρων κυβολιθων
οπου ξαναφυτρωνει αιμα,

βροχη ξεπλενει τους μικρους μας παραδεισους

.
.

.
.

.


.
.
.
.
.

.
.

.

ΓΥΝΑΙΚΑ

.
.
.
.
.
.

.

.

.

.

.

.

.
.
.
.
.
.
.
στα ερημα τοπια
βγηκες λιγο
να ερωτευτεις
να γελασεις
να τρεξεις
να πεταξεις
κι η ανασα κοπηκε αποτομα
ηρεμα ειπες, ολα θα ξαναρχισουν
γινε επιστροφη
γινε γεννα
γινε οψη
γινε γευση
γινε γαργαρο
καθε σου νοτα πιο βαθια
γυναικα
γυναικα

εγειρε η σιωπη στο πλαι σου
γυρεψε χειλη
γυρεψε ματια
γυρεψε γη

γυναικα
.
.
.

.
.
.
.
.
.


.

.

.

.

.

.

.

.

.

ΣΙΓΑΛΙΑ

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.
.

.
.
.
.
.
.

.
φευγεις στη νυχτα
με ικεσιες στα χερια
και κραυγες αιθερα
λυρικα μελη σου
μυρωδιες τοπων
εγιναν τοπια

αλλαζεις καθε λιγο
-οχι μυρωδια-
πλεεις μεσα μου
πλεω γυρω σου
ενας ηχος
να μηρυκασουμε σιωπη
ενας στιχος
να φωτισουμε σωθικα

καθε μερα φευγεις
καθε μερα μαζι σου
φευγω
τη νυχτα
σιγα
σιγανα
ανηλιαγα
λυτρωτικα
(ε)λειψα

λεω να μη
λαλουμε αλλο
σιγαλια
.
.
.
.
.
.

.
.
.
.
.

.

.

.

.

.

.

.

ΡΟΗ

.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
ωραια τα νερα , γαλαζωπα,
αχνιζουν στη νυχτα τη βαθια,
ωραια ειν η ροη τους,
ανασαινουν οι πηγες τους
κατου απ το ξαπλωτο φεγγαρι,
ενας περιπατητης κοντοστεκεται ,
βυθιζει το βλεμμα στα νερα,
ταξιδευει στο χιονισμενο το βουνο
οπου τα νερα τη βολτα τους αρχιζουν,
αναποδα τα νερα δεν πανε,
απ το βουνο κιναν, διαβαινουνε τη γη ,
στη θαλασσα ειναι που ησυχαζουν,

ποιος να πει αν δε τα βλεπει,
μηπως μονο αυτος μπορει;

α!
τα βλεπεις , δεν τα βλεπεις
τα νερα αναποδα δεν πανε

.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.

.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.

Η ΣΑΚΑ

.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.

πρώτα το πρωινό ξύπνημα που εξώκειλε σ αγκαλιά,
μετά το μόνο επεισόδιο έρωτα,
ύστερα ήλιος καυτός σε μυθοπλαστικά αναγνώσματα,
λίγη φθορά μαχόμενη καρτερικά τ απάγεμα,
πολλές σταγόνες λερωμένες απ την ειμαρμένη,
λες να ξέρω τον πυρετό των σωθικών, κάποιοι υβριστές παράμερα,
φεύγει το σκοτάδι κι έρχεται σκοτεινιά,
ζουμιά ξέχειλα χρωματιστά σαν πληγές ολάνθιστες,
ανάσα μου σε χάνω,
βυθίστηκες σε ωκεάνια συμπλέγματα ταξιδεμένων ωρών,
που σε βρήκα να λιάζεσαι στις σκορπισμένες μέρες,
μετά σουρουπώνει ενδελεχώς κι αναποδράστως,
πιώμα μύχιο μελανό, άρτιο ευλογημένο στη μυστική κοιλάδα των ψυχών,
ψιχαλίζει δάκρυα το βράδυ,
λούζεσαι έρημη και μόνη, υπέροχη ταλαντώνεσαι στα χέρια ,
σκούρο αίμα καλωπίζει τη βραδιά,
να κοιταχτούμε λίγο, να μεθύσουμε απ την όψη μας,
να γιάνουμε τις πληγές, και γιατί να τις γιάνουμε,
εδώ το δωμάτιο που πρωτοχορέψαμε στρεβλά απέναντι
απ τον καναπέ με το πράσινο σγουρό ύφασμα,
πετάω την παιδική μου σάκα στα μούτρα των πτωματοφάγων,
τους στριφογυριζω τ αντερα με σουβλερά χαμόγελα,
τι κόλαση θεέ μου, στέρεα οργή φτύνουν, στέρεο θάνατο πασάρουν,
φτάνει το τρίτο της νύχτας μέρος,
ντύνομαι εαυτός, μελαγχολικά όνειρα γεμίζουν τον ουράνιο θόλο,
δικαίωση για όλους , ακόμη και για τους πτωματοφάγους,
ακόμη και για της ψυχής το πιο πηχτό σκοτάδι,
που καρτερεί μια κάποια λύτρωση,
να δοθεί ατόφιο στην φλόγα της ζωής, να ξεχάσει την παγωνιά του,
ν αρχίσει να αισθάνεται την πέτρα , το βουνό, τη χλωρή χλόη,
τ ανάθεμα των πηγών, της ρίζας,
μα ήταν ορφανό το σκοτάδι κι έφτιαξε ζωή για παρέα,
κι άφησε τα τελευταία του χάδια σε θολωτούς ανέσπερους καταρράχτες,
χρώματα παντού, στον γκρεμό, σ αυτά που δεν ειπώθηκαν,
σ αυτά που εννόησαν κι εννοήθηκαν,
χρώματα ενόρασης, θλίψης, βίας, κακοτράχαλων μονοπατιών που φτάνουν
σ εκείνη την κοιλάδα την μυστική
με τον καμπυλωμένο ορίζοντα και την αγκαλιά την χορταριασμένη,
που ήθελες να ξαπλώσεις στην τρυφερή κοιλιά της,
ν αφεθείς στον ουρανό που αντιστοιχιζόταν
με τον σταχτί βράχο των αντικρυνών κορυφών,
να ξάπλωνα εκεί, στην γεμάτη σιωπή του τοπίου που μιλούσε εντός,
ν άφηνα τις λέξεις να σβήσουν,το βουνό να γκρέμιζε τη λέξη βουνό,
η θάλασσα να έπνιγε τη λέξη θάλασσα, ο ήλιος να έκαιγε τη λέξη ήλιο,
ο ουρανός να σκότωνε τη λέξη ΠΝΕΥΜΑ,
ακυρωμένες οι λέξεις να βάδιζαν στο χαμό τους
κι όλα να έλαμπαν ως ΟΛΟΝ

α!, τι χαρά που ερχόταν απ τα τρίσβαθα του σκοταδιού
όταν ξάπλωνα στη κοιλάδα,
εσύ ,εγώ, αυτοί, εμείς, όλες αστείες καταρρέουσες λέξεις γίναμε,
μόνο η κοιλάδα έμεινε,
μας καλούσε στην αγκαλιά της,
πως να περιγράψω εκείνη την ιερή γραμμή που σχηματιζόταν
ανάμεσα στον ουρανό και την κοιλάδα,
έκανα την ασέβεια και την φωτογράφισα, ξεκινώντας απ το μέσα στο έξω
και τανάπαλιν η κοιλάδα κυμάτιζε,
πως να μην νιώσω το προφανές του κυματισμου της,
μα μέσα καθώς περιδιάβαινα τα σωθικά της, μέσα στα σωθικά της,
ήταν στη χλόη αφημένη η παιδική μου σάκα αφημένη πλάι σ ένα πλάτανο,
σκονισμένη, ηταν αυτή η μαύρη σάκα που κουβαλούσα
απ το νηπιαγωγείο μεχρι το τέλος του δημοτικού,
και που δεν αποχωριζόμουν ούτε στα διαλείμματα,
άνοιξε από μόνη της κι είχε ένα χαρτί μέσα που έγραφε,
μη γυρέψεις δάσκαλο, οι πιο πολλοί είναι μπαλόνια φουσκωμένα,
μήτε και παππά,μη γυρέψεις ποιητάς , μήτε και και λογίους,
οι πιο πολλοί είναι δύσκολοι προς δική τους τέρψη,
μη γυρέψεις άγγελο, μήτε και διαόλια,
τι να γυρέψω ρώτησα, κι ο πλάτανος μ αποκρίθηκε,
φίλο να γυρέψεις, φίλο να ζητάς,
κι αν έρωτα θελήσω, κι αν έρωτα ζητώ, αυτόνε ξέχασε τον ,
μοναχός του έρχεται, μοναχός του μακριά πετά,
να κάνεις κάτι γιαυτόνε δεν μπορείς, φίλο μόνο να ζητήσεις,
όλα τ άλλα στην άκρια άστα είπε και σώπασε ευθύς ο γέροπλάτανος,
στις καραβίδες που τα ριζά του χάιδευαν καθώς σε λίμνη ήταν βυθισμένα,
αφέθηκε το δέντρο το πελώριο π αργότερα θα γκρέμιζαν
οι νάνοι άνθρωποι να φτιάξουν της κεφαλής τους τα ρημάδια,
κι απόμεινα μονάχος με τη σάκα μου τη μαύρη πούχε μέσα ένα χαρτί
τον κόσμο να θωρώ, τον κόσμο να αγναντεύω,
μόνος μες στην πολύβουη ερημιά του μονοπάτι να χαράξω,
και τότε άξαφνα μια σκέψη αναδύθηκε απ το βαθύ μου μέσα
και βροντοφώναξε και ψιθυριστά μετά μου είπε,
το τίποτα να γυρέψεις που είναι ανάμεσα στα όλα,
το τίποτα να βρείς που τα γεννάει όλα,
ρημάδα μου καρδιά παιχνίδια μη μου κάνεις,
διώξε τη σκέψη μακριά στον κόσμο να βαδίσω,
έτσι μίλησα , μήπως κι όλα τούτα γινότανε καπνός
κι εγώ το δρόμο τον μακρύ μου ξεκινούσα
με μια σάκα πούχε γράμματα,
με μια λαχτάρα φίλος να γεννώ,
με την πλάση να φιλιώσω,
κι έφυγε η σκέψη, όχι μακριά, μα μέσα μου βυθίστηκε,
τώρα που ξαναθυμάμαι ίσως αυτή να ήταν ο μόνος φίλος,
την απόδιωξα βαθιά,
κι ο κόσμος έρημος ξανά και εχθρικός ξεπρόβαλλε μπροστά μου,
κάθησα κάτου απ τον πλάτανο κι ονειρεύτηκα ζωή,
τα μελλούμενα, τα περασμένα,
όσα πιάνονται απ την ουρά τους και την τραβολογάνε,
πάλι, πάλι δίχως νάχουνε σταματημό,
και τότε άρχισε να βρέχει,
θροίζοντας απάνταγε ο ουρανός στις λιγοστές θολές μου σκέψεις,
τι κάνεις εδω χάμω, ρώτησε μια φωνή κελαρυστή,
μες τη βροχή τι παριστάνεις,
γιατί με τους όμοιους σου δεν περιδιαβαίνεις,
παρά τάχα σε τούτη βροχή με μια σάκα
κάτου απ τον πλάτανο στοχάζεσαι άδικα κι άσκοπα,
γυρνώ και βλέπω ένα ανθρωπάκι, όχι τον πρίγκηπα του Εξιπερί,
μα κάποιον που του έμοιαζε,
ποιός είσαι πες μου εσυ που με ρωτάς, του λέω,
ειμαι ο ΧΩΡΙΣ, αμέσως μ απαντάει,
άκουσα καλά η με γελάν τ αυτιά μου, ΧΩΡΙΣ,
τι όνομα είναι τούτο, σαν αστείο μοιάζει,
μήπως θες να με γελάσεις, μήπως θέλεις το κακό μου,
όπως ο ξακουστός ΚΑΝΕΝΑΣ που τον μονόφθαλμο ετύφλωσε,
όχι, μ απάντησε, είμαι αυτός που είναι σκέτος, δίχως ονόματα,
δίχως τίτλους και γαλόνια, δίχως υπογραφές και διευθύνσεις,
δίχως αριθμούς και ιδιότητες,
τίποτα τέτοια δε μου βαραίνουν το κεφάλι,
δε μου μπουκώνουν την καρδιά,
σάστισα , ειν η αλήθεια, δε περίμενα νάβρω τέτοιον άνθρωπο,
τον ερώτησα καχύποπτος,
για πες μου αφού είσαι κατά πως το λες γυμνός από ονόματα,
ταμπέλες, επίθετα κι άλλα τέτοια,
για πες μου λοιπόν, σε τι πιστεύεις, ποιά της ζωής σου η πυξίδα,
γέλασε μ ευγένεια ο ΧΩΡΙΣ, κι ύστερα σώπασε,
η βροχή σιγοτραγουδούσε,
κάτου απ τον πλάτανο ο ΧΩΡΙΣ κι εγώ στεκόμασταν,
κι όσο περνούσε η ώρα άδειαζα από συλλογισμούς
κι η σιωπή μας σαν ευεργεσία απλώνονταν,
μιλούσαμε αλλιώτικα δίχως λέξεις, μέχρι που κι αυτό σταμάτησε,
για ώρα πολύ άδειαζε ακόμη κι η σιωπή μας,
ευλογία μεγάλη ν αδειάζει η σιωπή,
κι έφτασε η στιγμή που μια σκέψη τάραξε τη σιγαλιά,
φώτισε αναπάντεχα το φιλόξενο σκοτάδι,
ο ΧΩΡΙΣ δεν ήταν ανάγκη ούτε να πιστεύει, ούτε να μην πιστεύει,
μόνο αυτοί που ονόματα μοιράζουν κι ονόματα κατέχουν ,
μόνο αυτοί πιστεύουν, η καμώνονται πως δεν πιστεύουν,
έσπασα τη σιωπή κι ευθύς ανέφερα το συλλογισμό μου
μιαν απάντηση γυρεύοντας απ το παράξενο ακίνδυνο ανθρωπάκι,
μ απάντηση δεν πήρα, ο ΧΩΡΙΣ γαλήνια είχε γύρει το πλευρό του
και ξαπόσταινε το είναι του ,
και σαν τον έβλεπα στου ονείρου την αγκάλη να λικνίζεται,
μου φάνηκε πως άλλαζε μορφές,
κι ανάμεσα στα σκέλια του τη μια ολάνθιστα χείλη φαίνονταν,
την άλλη χλωρό κλωνάρι εφύτρωνε,
κι η όψη του γινότανε ολόδροσης κοπέλας η εικόνα,
κι άλλη φορά εφήβου ρωμαλέου ενόμισα πως έβλεπα το πρόσωπο,
κι άλλαζε συνέχεια μορφές καθώς κοιμότανε ο ΧΩΡΙΣ,
μεσήλικας και γέρος, ώριμη γυναίκα και γριά, παιδί και νήπιο,
φτεροπόδαρος αθλητής, καθηλωμένος άρρωστος,
συσπάσεις μίσους άλλοτε τον αυλάκωναν, κι άλλοτε γαλήνη εβασίλευε,
κοντολογίς το μικρό ανθρωπάκι άλλαζε σαν ουρανός
συννεφιασμένος σε κορφοβούνια που αγέρας μαστιγώνει,
σαν ο ΧΩΡΙΣ που τίποτα απ τα φθαρτά κι ανθρώπινα κατείχε,
σαν ο ΧΩΡΙΣ νάταν όλα αυτά μαζί δίχως να τον νιάζει,
στο μεταξύ η βροχή ξεθύμανε,
κι είπα να σηκωθώ να περπατήσω μακριά απ το πλατάνι,
η μέρα καρτερούσε κι εγώ την καρτερούσα,
κι ας ο κόσμος φαίνονταν παράξενος και ξένος,
μέσα του να βαδίσω ήτανε το ριζικό μου όπως ολονών,
ακούμπησα τα δάχτυλα μου στον γέροπλάτανο να πάρω σοφία φυτική
και μ ένα χάδι απαλό στο μέτωπο του φίλου μου ΧΩΡΙΣ κίνησα μπροστά,
το ανθρωπάκι σάλεψε και δυο λόγια είπε,
να ξέρεις πως στων ανθρώπων τα χαρτιά που βλέπεις γράμματα ,
τα δέντρα είναι που μιλάνε,
αυτά που σφάχτηκαν για να μπορούν οι άνθρωποι χαρτιά να μουτζουρώνουν,
να τιμάς λοιπον τη σάρκα την ζωντανή όποια κι αν είναι ,όπου κι αν βρεθείς,
κι ακόμα πιο πολύ αυτά που δεν είναι ζωντανά να σέβεσαι,
κι ακόμα παραπάνω αυτούς κι αυτά που κάποτε ήταν ζωντανά και τώρα όχι ,
σ αυτά να υποκλίνεσαι, αυτά να προσκυνάς,
έτσι μίλησε ο ΧΩΡΙΣ και μετά εχάθη στου δέντρου τα ροζιασμένα μέλη,
κι ένιωσα πως μέσα στην παιδική μου σάκα ένα κομμάτι του βρισκόταν,
εκείνο το χαρτί που ήταν καμωμένο από δέντρο ζωντανό,  
 


άρχισα πια να περπατάω γρήγορα, το πλατάνι ίσα που φαινόταν,
κι ο ορίζοντας στρογγύλευε, διάπλατος ανοίγονταν εμπρός μου,
κι έφυγα μακριά από κάθε σύμβαση,
ν ανακαλύψω μόνος σαν από παρθενογέννεση τον κόσμο,
μέσα μου σιγόκαιγε η λαχτάρα για το θαύμα, για τ αδύνατο,
για το ωραίο, τ αναπάντεχα ωραίο,
γιαυτό που ανάγκη δεν είναι να ρωτάς, λόγος δεν υπάρχει ν απαντάς,
γιαυτό που ανεξήγητο όταν μένει πιο καλά καταλαβαίνεις,
δεν γνώριζα τότε για τις μαύρες , άπληστες ψυχές,
γιαυτούς π αργότερα ονόμασα πτωματοφάγους,
που πρώτα σε κάνουν πτώμα και μετά οι άθλιοι
τη σάρκα τη νεκρή ξεκοκαλίζουν,
γιαυτούς π αρέσκονται με βρώμικο σκοτάδι να μολύνουν τις ψυχές,
όμοιο με το δικό τους,
κι έφυγα μακριά κι απλώθηκαν τα βήματα κι ήταν ο κόσμος όλος μια καλημέρα,
το φως με χάιδευε, κι όταν απουσίαζε ,
η νύχτα μου σιγοτραγουδούσε, υπέροχη που είναι η ζωή,
αμόλυντη και άσπιλη, τρυφερή και δροσερή, απονήρευτη,
άδολη κι αγουρωπή σα πράσινο , ξυνό δαμάσκηνο,
κι ούτε να λαλείς για δόξες θέλεις, κι ούτε για πράγματα σπουδαία,
το λίγο είναι όσο πρέπει,
αφού δεν έχεις μάθει να μετράς μ αριθμούς τον βίο,
ανάμεσα σ άγρια ρόδα και θάμνους σκουροπράσινους,
ανάμεσα σε μονοπάτια πυκνοβλαστημένα και ρυάκια ζωηρά,
ανάμεσα σε φτεροκοπήματα και στάχια ξανθωπά,
εκεί ήτανε που κατοικούσε ο λογισμός, σχεδόν το βήμα ήταν αβαρές,
λες και μια στιγμή στον αέρα θα βρεθείς να πλέεις ,
και μέσα απ τις αχτίδες νιώθεις τη ζωή να στροβιλίζεται,
σα μικρά μικρά κομμάτια σκόνης,πολύτιμα και ταπεινά,
αχ άνθρωπε, αχ άνθρωπε, γιατί νάσαι τόσο προικισμένος,
γιατί διπλά καταραμένος ,
νοήμων και αμνήμων,
και δολερός την ίδια την πλάση ολάκερη να θέλεις να αρπάξεις,
την ίδια την πλάση να θές να αναπλάσεις,
κι όσο γύριζα κι έβλεπα, κι όσο γύριζα και μάθαινα,
τόσο πιο σοφή μου φαίνονταν μια πευκοβελόνα,
μια σταλαγματιά στ ακρόφυλλο,
ένα πέρασμα τ αγέρα, μια ξαφνική βροχή,
ένα καραβάνι κάμπιες, ο στριφογυριστός κοχλιός,
καμιά μαγεία δε χωρεί στης φύσης τα καμώματα
μα ούτε κι απ ανάγκη μόνο είναι καμωμένα,
μια θάλασσα, ένα δεντρί στον βράχο καρφωμένο,
σφύριγμα πουλιού, ουρανός βαμμένος αίμα,
πιο πολλά έχουν να πουν της φύσης τα τερτίπια
απ όσα εμείς λέμε αναμεταξύ μας στοιβαγμένοι,
πως τον δίπλα να νιαστείς αν δε θαυμάζεις ένα μίσχο,
πως εσένα να ιδείς αν τα μάτια είναι γεμάτα από λόγια,
πως άνθρωπος να είσαι αν ξέχασες το φευγάτο αγέρι,
όλα του κόσμου τούτου μάταια όταν αυτοθαυμάζεσαι,
όλα του κόσμου κίβδηλα όταν εγωισμούς ψειρίζεις,
κοίτα εδώ σου λέω, ακούς το μέσα χάος, πολύχρωμο κλωθογυρίζει,
ακούς το μέσα θρήνο, απύθμενα πενθεί,
ακούς τον μέσα φόβο, τη μέσα σου χαρά, τον μέσα σου χτισμένο λόγο,
πως αντιπαλεύουν αναμεταξύ τους, ιδέες, νόημα να φκιάξουν,
άλογος αν είναι ο κόσμος τότε εμείς
γιατί απ τα γεννοφάσκια μας κατέχουμε τον λόγο,
άπλωσε τη ματιά σου στ ανθρώπινα,
και δες πως όλα μα όλα από λέξεις είναι φτιαγμένα,
το πιο μεγάλο κτήριο, η πιο μικρή καρφίτσα από λέξεις είναι καμωμένα,
ότι ανθρώπου χέρι εσχημάτισε πρώτα οι λέξεις το φαντάστηκαν,
αυτή είναι η φωτιά η δυνατή π ορφάνεψε το γένος μας,
π απ την πλάση μας εχώρισε,
κι αμείλικτο προβάλλει το επόμενο της σκέψης ψηλό ντουβάρι,
αν ότι ανθρώπινο είναι από ΛΟΓΟ καμωμένο ,
τότε όλα τ άλλα από ΤΙ είναι καμωμένα,
αν οι λέξεις φτιάχνουν των ανθρώπων έργα,
τότε τ άλλα τ ανυπέρβλητα που νους δε τα χωράει πούθε έρχονται,
υπάρχουν κι αναπνέουν,
ποιό είναι το μυστικό που ο ΛΟΓΟΣ ο ανθρωπινός να φτάσει δεν μπορεί,
κι εκεί όλα σταμάτησαν, στην ερώτηση αυτή το μυαλό χλωμιάζει,κι η καρδιά σαστίζει,
σχεδόν τρομάζει, όχι μόνο απ του θανάτου την φριχτή επίγνωση,
μα πιο πολύ η ΑΠΟΡΙΑ είναι που οδηγεί στην έρημο της γνώσης,
εκεί που όσα νόμιζα πως γνώριζα γίνονται άνυδρη γη, πορώδης,
κι έμεινα να πλανιέμαι με την παιδική τη ΣΑΚΑ
στης στεγνής της γνώσης την άδεια χώρα,
εκεί όπου μόνο του νου οι μορφές αντέχουν να υπάρχουν,
τα σύμβολα, οι μύθοι ,
όλα αυτά που μας ανακατώνουν κι άλλες φορές φωτοδοτούν,
είναι περίεργη τούτη η χώρα,
αφουγκράζεσαι νοήματα και θες να τα ξεστομίσεις,
μα αυτί ανθρώπου δεν ακούει στην έρημο της γνώσης,
λόγος αδιάκοπος δίχως συνομιλία,
κι αν το λάθος κάνεις να νομίσεις πως με θεούς μιλάς
μαύρη σκιά σε καταπλακώνει,
γύρευα, τι γύρευα,
έμαθα , τι έμαθα,
γνώρισα, τι γνώρισα,
περπάτησα, που περπάτησα,
αυτά που φαινόντουσαν κίνηση και δράση,
ανακάλυψη και φώτιση, μόνο τέλμα ακίνητο ήτανε,
καρτέραγε να με ρουφήξει στην ζεστή , παχιά κοιλιά του,
και τότες μονοπάτι σχηματίστηκε εμπρός μου, ένα βήμα ήταν, όχι παραπάνω,
και πάτησα το μονοπάτι που ένα βήμα αρκούσε να το διαβώ,
και μόλις έκανα το πρώτο βήμα το μονοπάτι εμεγάλωσε άλλο ένα,
σε κάθε βήμα το μονοπάτι προσέθετε άλλο ένα,
παράξενο είναι όσο τον περπατάς να μακραίνει ο στενός ο δρόμος,
τόσο που πάντα νάσαι ένα βήμα πίσω,
και δεν το πρόσεξα πως όσο περπατούσα, ζερβά, δεξιά
στο μονοπάτι έχασκαν βάραθρα απροσμέτρητα,
τα βήματα γινόντουσαν μετέωρα στο έρεβος,
και τότε σκέφτηκα να σταματήσω,
το μονοπάτι έμεινε ακίνητο μαζί μου,
μόλις ένα βήμα πιο μπροστά από μένα,
κι άξαφνα γύρισα πίσω για να δω, δεν είδα ΤΙΠΟΤΑ,
κάθε βήμα προηγούμενο είχε χαθεί, μαζί και ο πριν στενός μου δρόμος,
το μονοπάτι ήταν μοναχά το βήμα που δεν είχα κάνει,
και μόλις τόκανα αφανιζόταν και γίνονταν καινούριο βήμα που δεν έκανα,
ήμουν στ άφατο κενό κρεμασμένος από ένα βήμα τη φορά,
δύσκολο να μιλώ γιαυτό και τόσο αληθινό
νάναι η πορεία μου το βήμα που δεν έκανα, το βήμα που θα κάνω,
και πάλι το βήμα που δεν έκανα μέχρι να το κάνω,
και πάλι ένα βήμα με περίμενε,
κι ότι κι αν γινόταν όλα τα πριν σβηνόταν ,
και πίσω από ένα μοναχα μετά βρισκόμουν,
σαν κάθε απάντηση καινούρια ερώτηση γεννούσε ατέρμονα,
ο ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ ΟΦΙΣ, αυτή λοιπόν ήταν η ΓΝΩΣΗ που κατείχα,
όσο κι αν προσπάθησα η μόνη γνώση μου είν αυτή,
νάμαι ένα βήμα πίσω, ούτε δρόμος στη γνώση υπάρχει, ούτε μονοπάτι,
το βήμα είν ο δρόμος, το βήμα και το μονοπάτι,
σπουδαίο ειν αυτό και καθόλου λίγο,
αυτό είναι η γνώση, πάντα είναι λειψή,
μα πάνω της στηρίζεσαι να μη σε καταπιούν τα μαύρα βάθη,
τα μαύρα βάθη τα πολύχρωμα που αν για λίγο ξαποστάσεις
και τη γνώση σου ξεχνάς και την επίπλαστη σοφία,
να πετάξεις θέλεις απ το μονοπάτι δίχως άλλα βήματα να κάνεις,
μια φωνή μιλάει από μέσα, μια φωνή σε κοιτάει από μέσα,
σου λέει πέτα μακριά, ελευθερώσου,
ζήτησε να μη ζητάς, γύρεψε να μη γυρεύεις,
ΠΕΤΑ κι άσε τα βάθη να σε καταπιούν,
στις εσχατιές των ψυχών να σ εξακοντίσουν,
να μη ξέρεις πια αν πέφτεις η αν πετάς,
ποιό το πάνω και το κάτω,
ποιά η ηδονή κι ο φόβος, ποιά η λύπη κι η χαρά,
ανοίγεις τα μάτια, μαύρο πηχτό, κλείνεις τα μάτια, μαύρο πηχτό,
ότι έξω το ίδιο μέσα είναι,
αιωρείσαι αβαρής, ταξιδεύεις μ ακίνητη ανάσα,
πιο καλό να κοιμηθείς , ζωντανός αν είσαι,
πιο καλό να ονειρευτείς, ζωντανός αν είσαι,
κράταγα σφιχτά την παιδική μου ΣΑΚΑ, ήταν ότι είχα ,
μόνο αυτή στον κόσμο με κρατούσε,
μια θύμηση που μ ένωνε με το πλατάνι, την κοιλάδα, την αγκαλιά
και το μικρό ανθρωπάκι τον ΧΩΡΙΣ,
να φύγω κι απ την θύμηση, υπαρκτός να μην υπάρχω,
στάλα φως να νιώσω στο βαθύ σκοτάδι, ανέσπερο κομάτι φως,
δαδί στην ουράνια κατακόμβη,
να μη το σκίσω το σκοτάδι, να μη το φανερώσω,
μήτε να το ντυθώ, ούτε να τ ανασάνω,
αυτό δεν ήταν το βρώμικο σκοτάδι των ΠΤΩΜΑΤΟΦΑΓΩΝ,
αυτό ήταν της σιωπής ο μόνος φίλος, πένθιμος καθόλου,
παγωνιά εντός του όχι,
άνοιξα ξανά τα μάτια, τάκλεισα και πάλι,
γίνηκε φορές πολλές, αιώρηση μοναχική στη μήτρα του κενού,
ξέφτια η μνήμη, φλούδα ο εαυτός,
ο άπονος ο κόσμος κάθε στιγμή γεννιέται,
κι η στιγμή μαζί του αχώριστα υπάρχει,
και μέσα στη στιγμή αιώνες κατοικούν σφιχταγκαλιασμένοι,
κι όλα αναπόδραστα κινούνται και μετά σε ξωπετάνε σε μιαν ήσυχη γωνιά
όπου λιγάκι φως φυτρώνει,
και να εκεί μια ΠΗΓΗ, μια πηγή να ξεδιψάσεις,
γάργαρο νερό, ΑΓΑΠΟΝΕΡΙ ,  
                             
         
νερό ολόδροσο, της πεθυμιάς και τ άγουρου φωτός,
όπου οι ίσκιοι γλυκά καταλαγιάζουν
κι οι λογισμοί στ απόνερα του σβήνουν,
και τόλμησα, ναι τόλμησα τούτο το νερό να το γευτώ,
και μούκαψε τα χείλη,
κι όσο μέσα μου κυλούσε τα μέσα έκαιγε,
οξύ καυτό που έζεχνε γίνηκε εντός μου το θαυμαστό ΑΓΑΠΟΝΕΡΙ,
κείνο που με λύτρωνε, κείνο ήταν μαζί που με τυραννούσε,
πως να μην απ τα πριν το καταλάβω πως το νερό αυτό
είναι της σάρκας ο μέγας τιμωρός,
είναι το πυρ το υγρό που την καύση αποζητά,
της κάθε μέρας το βάσανο στους άτυχους δωρίζει,
ήταν το πνεύμα που να φωτίσει της ύλης το χαμό καρτεράει,
να σ αφήσει γυμνό και μόνο να ψάχνεις αυτό που δεν υπάρχει,
πως να τολμήσεις στο ΘΑΥΜΑ να μετέχεις αν πρώτα το εγώ δεν μηδενίσεις,
μα όλα τούτα ήταν μια σταγόνα απ το νερό ,
ένα τόσο δα κομμάτι ανυπόφορης δροσιάς
που με καλούσε να βουτήξω μέσα στην πηγή,
έτσι είναι της αγάπης το μέγα βάσανο,
πριν σε καλέσει πρώτα το ψυχανεμίζεσαι,
κι αν θες ολόκληρος βουτάς, η φοβισμένος στέκεις παραπέρα,
ολόκληρος, ακέραιος, ατόφιος βρέθηκα μέσα στο νερό,
προσμένοντας μια λύση στης ζωής τον άχαρο αγώνα,
έκλεισα τα μάτια, άνοιξα τα χέρια, αγκάλιασα τα γόνατα
και σαν μωρό βυθίστηκα στα ίδια μου τα σπλάχνα,
έφυγε το βάρος, το πιο πηχτο μου μαύρο
γίνηκε γαλάζιος ουρανός όσο έλιωνα στ αγαπονέρι,
ήμουν εγώ τ αρπακτικό που στη γη βασίλευε
και ταπεινωμένο έψαχνε απ τα νύχια του να ξεγλιστρήσει,
αυτό που λογάριαζα για φύση μου ήταν μοναχά μια πέτσα ασθενική,
τ αρπακτικό ξεστράτισε, το ερπετό εφάνη,
κι αυτό με τη σειρά του στον ιχθύ επαραδόθηκε,
και πιο κάτω ΓΗ, μόνο ΓΗ, αυλακωμένη και πυώδης,
να ταράζεται από βίαιες συσπάσεις καθώς κοιλοπονούσε,
και μέσα ακόμη πιο πολυ, ζέστη σφοδρή, μάγμα πυρωμένο
όπου έπλεαν τεράστια συντρίμμια, μέχρι εκεί θυμάμαι,
μετά ανακατώθηκαν οι άγγελοι με τα αισθητά και μη,
ξεψύχισαν οι αισθήσεις, ήθελε ο νούς να διαρραγεί ,
απ το ΧΑΣΜΑ ν αποδράσει,
αυτός που χωρίζει, αυτός που ενώνει ήταν πια παρών,
αυτός που δεν έχει πρόσωπο, που κάθε τι είναι το πρόσωπο του,
ήταν ΕΚΕΙ ΠΑΡΩΝ, αυτό ήταν τ ΑΓΑΠΟΝΕΡΙ,
όποιος το γευτεί και μέσα του βουτήξει παύει να ΕΙΝΑΙ
και πράγματα παράξενα νομίζει ,
πως μεμιάς τον χρόνο αντικρύζει,
πως μεμιάς όλα τα καθρεφτίσματα χλωμιάζουν,
πως μεμιάς την πλάνη διώχνει, κι ο ίδιος είναι πλάνη,
δεν ειναι κάποιος που πλανεύτηκε,
ο ίδιος είναι η πλάνη,
τέτοια συλλογιόμουν όσο το νερό εστέγνωνε
και δρασκέλιζα ξανά το κατώφλι του εαυτού,
στο φτωχόσπιτο επέστρεψα σκεπτόμενος
πως άλλοι ποτέ δεν ξαναγύρισαν όταν ξεδίψασαν μ αγαπονέρι,
σεβασμός τους πρέπει και πιο πολύ στοργή , αυτοί πια δεν έχουν εαυτό,
ανυπεράσπιστοι κυκλοφορούν ανάμεσα μας με μια σάκα παιδική στα χέρια,
κι είν η φιλόξενη κοιλάδα η γλυκιά τους μάνα,
κι ειν ο πλατύς ο πλάτανος ο γελαστός πατέρας,
κι ειν ο χωρίς το ανθρωπάκι τ ολοκάθαρο που αρχινάει και τελειώνει τον βιο,
κι  όσα υπάρχουν μεσ την σάκα ειν αυτά που ποτέ δεν θα βρουν οι πτωματοφάγοι
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.